ξυλόσπιτο

ξυλόσπιτο
τό
1) деревянный дом; 2) барак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυλόσπιτο" в других словарях:

  • ξυλόσπιτο — το ξύλινο σπίτι ή ξύλινη παράγκα, παράπηγμα …   Dictionary of Greek

  • ξυλόσπιτο — το 1. ξύλινο σπίτι. 2. ξύλινο παράπηγμα, παράγκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»